- αφερμάτιση
- η και αφερματισμός, οεξαγωγή του έρματος, της σαβούρας από το πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφερματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσαβούρωμα — και ξεσαβούριασμα, το [ξεσαβουρώνω / ξεσαβουριάζω] 1. η αφαίρεση τής σαβούρας, τού έρματος από το πλοίο, η αφερμάτιση 2. καθάρισμα ενός πράγματος από περιττά ή άχρηστα αντικείμενα 3. απαλλαγή από περιττό φορτίο … Dictionary of Greek
ξεσαβούρωμα — ξεσαβούρωμα, το και ξεσαβούριασμα, το, ατος η αφαίρεση της σαβούρας, του έρματος, η αφερμάτιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)